Η γλαφυρή περιγραφή της
Αγοράς Αργύρη, του Π. Χιώτη, στο περιοδικό «Κυψέλη» το 1884, αποτελεί μοναδικό
τεκμήριο, αφού περιγράφει με καταπληκτικές λεπτομέρειες την εικόνα,
τόσο του εντυπωσιακού κτιριακού συγκροτήματος, όσο και της ζωής και της κίνησης της αγοράς της Πάτρας.
τόσο του εντυπωσιακού κτιριακού συγκροτήματος, όσο και της ζωής και της κίνησης της αγοράς της Πάτρας.
Η αγορά Αργύρη στην
Πάτρα, στη γωνία Αγίου Ανδρέου και Αράτου, άρχισε να κτίζεται το
1869 οπότε και λειτούργησε μερικώς. Ολοκληρώθηκε η κατασκευή της, το 1879. Εγκαταλείφτηκε
μετά το 1920.
Γράφει ο Π. Χιώτης
Οι τέσσαρες τοίχοι είναι ωκοδομημένοι επί κρηπιδώματος μαρμαρίνου και
έχουσι γωνίας μαρμαρίνας με γεισώματα και κορωνίδα επί κεφαλής με Αττικόν
διάκοσμον.
Ο Ερμής, η Αφθονία, η Χλωρίδα και
η Θέμιδα.
«Στρέφων την προς τα κάτω άγουσαν οδόν κατά την Αγγλικής Εκκλησίαν,
απήντησα την περιφανεστάτην μεγάλην
αγοράν. Το νεόκτιστον τετράπλευρον τούτο οικοδόμημα επί του μεγάλου πυλώνος
φέρει επιγραφήν χρυσοίς γράμμασιν: ΕΠΙ ΔΗΜΑΡΧΟΥ ΡΟΥΦΟΥ.
Οι τέσσαρες τοίχοι είναι ωκοδομημένοι επί κρηπιδώματος
μαρμαρίνου και έχουσι γωνίας μαρμαρίνας με γεισώματα και κορωνίδα επί κεφαλής
με Αττικόν διάκοσμον.
Το στέγασμα του μεγάλου πυλώνος έχει διάστηλον
περιόρισμα, τας γωνίας του οποίου κοσμούσι τα αγάλματα Ερμού, Αφθονίας,
Χλωρίδος και Θέμιδος, ως μοι είπον. Διαβάς την μεγάλην κιγκλιδωτήν αυτού
σιδηράν θύραν, εισήλθον εις μεγάλην λιθόστρωτον αυλήν.
«Δεξιόθεν
και αριστερόθεν έχει αιθούσας μεγάλας ισογαίους, ων την στέγη κρατεί αψίς, και
την έμπροσθεν ανοικτήν όψιν περιφράσσει κιγκλίς μεγάλη σιδηρά, ανοιγοκλειομένης
της θύρας αυτής με μοχλούς και κλείδας.
Αι αίθουσαι αυταί είναι διωρισμέναι δια τα
κρεοπωλεία. Η νότιος πλευρά έχει υπόστοον, και υπ’ αυτό εκτείνεται από μιας
άκρας έως άλλης μεγάλη τράπεζα μαρμάρινος έχουσα χάρακας ρεύματος, και επί του
μέσου βρύσιν επιχύνουσαν ύδωρ εις πλύσιν αυτής.
Η τράπεζα αυτή χρησιμεύει ίνα θέτωνται οι
πωλούμενοι ιχθύες. Κατά την απέναντι προς βόρειον πλευράν άλλο υπόστοον με
ορθοστάτας διαστηλούται, και ενδότερον διατέμνεται εις οίκημα αγορανόμου,
αποθήκας, πλυντήρια και άλλα αναγκαία των πωλουμένων.
Εν τω μέσω της αυλής ωκοδομήθη μέγα αναβρυτήριον
Εν τω μέσω
της αυλής ωκοδομήθη μέγα αναβρυτήριον μαρμάρινον ου οι κρουνοί χέουσιν από
λεκάνης εις λεκάνην καθαρόν νερόν και γεμίζουσι, μεγάλην κάτω δεξαμενήν. Έως
εκείνων των ημερών η αγορά αύτη, καίτοι τελειωμένη, δεν είχεν ανοιχθή εις
πώλησιν. Εις άλλας δύω αγοράς ομοίως ωκοδομημένας και ένδον περιστήλων υπόστοα
και κιγκλιδωτά, αλλ’ όχι πολυτελώς, εισελθών, είδον κατά το μέρος του
κρεωπωλείου κρέατα βόεια, προβάτεια, τράγεια παχύτατα· κατά δε το ιχθυοπωλείον
οψάρια· άφθονα μεγάλα και μικρά μυραίνας, λακέρδας, κεφάλους, λαύρακας,
βαρβούνια (τρίγλας), σιάρπας, σιάγρους, σκορπίδια, σπάρους, σκυλόψαρα, αετούς
και άλλα πωλούμενα ευθυνώτατα και προσελκύοντα την όρεξιν παντός κοιλιοδούλου.
Εμακάρισα την άφθονον γαστρονομίαν των Πατρέων
Εμακάρισα την άφθονον γαστρονομίαν των Πατρέων,
ανευθυμούμενος το σπάνιον του είδους, και βαρυτιμώτατον της πτωχής Ζακυνθίου
αγοράς. Παστρικοί οι κρεοπώλαι φορούσι μεγάλον επιχιτώνιον (Blusa) σκεπάζον αυτών το από στήθους μέχρι ποδών ένδυμα
περιστήθιον και φουστανέλαν. Δεν έκοπτον όμως το κρέας ως οι τεχνίται κρεοπώλαι
Κερκύρας με το πριόνιον εις τεμάχια πρώτον μεγάλα, και έπειτα εις μικρά και
ταύτα να διαχωρίζωσι, κατά μέρος, όσον ήθελον να ζυγίζωσι κατ’ αίτησιν του
αγοραστού. Σωροί δε έκειντο οι καρποί χειμονικών, πεπόνων, ροδακίνων, απηδίων,
μήλων, σταφυλών γλυκυτάτων μάλιστα των λεγομένων αυγουλάτων. Οπού δε χονδραί
και κόκκιναι αι τομάται, αι καρυκεύουσαι και χρυσόνουσαι, ούτως ειπείν, παν
φαγητόν και έδεσμα· διό καλώς χρυσόμηλα οι Ιταλοί καλούσιν αυτά».
Φιάλαι μεγάλαι γέμουσαι ποικιλλοχρόων πνευμάτων
έκειντο επί μεγάλης σκαφιδωτής τραπέζης έμπροσθεν του πνευματοπώλου.
«Αλλ’ οποία
η θέα των παντοπωλείων κατά την άνωθεν της παραλίας οδόν; Εξετίθεντο ποικίλως
τα φαγόσιμα, αλατιστά κρέατα χοιρομήρια, αλάνται πάσης σκευασίας, άρτοι λευκοί
και καλώς εψημένοι, σαλωμικά, μανέστραι πολύσχημοι, φάροι εκλεκτοί, ασκοί
βουτύρων λευκοτάτων.
Ήκουον τους
πωλούντας τας σαρδέλας να φωνάζωσι, μία δύω τρεις τέσσαρας επτά οκτώ δέκα
είκοσιν. Επλησίασα να ιδώ τι αριθμούσι, και εξιπάσθην ιδών ν’ αριθμώσι τας
σηκωνομένας εκ του βαρελίου σαρδέλας. Εγέλασα εξώκαρδα όταν ήκουσα, τον πωλητήν
9, 12 να μετρά, ενώ δεν έδιδε παρά δύω ή τρεις. Ερωτήσας την αιτίαν, έμαθον ότι
αριθμούσιν πλείονας, ίνα σκα εκ ζηλίας ο άλλος πλησίον σαρδελοπώλης.
Φιάλαι μεγάλαι γέμουσαι ποικιλλοχρόων πνευμάτων
έκειντο επί μεγάλης σκαφιδωτής τραπέζης έμπροσθεν του πνευματοπώλου. Βαρέλια
μικρά έχοντα κρουνούς έχεον αμέσως εις καθαροπλυμένα ποτήρια υέλινα τον οίνον,
όστις δια σωλήνος εκ των εν τη οινοθήκη βυτύων μετεφέρετο και εγέμιζον αενάως
τα έμπροσθεν του οινοπώλου βαρέλια. Έπειτα τα ποτήρια κολυμβούντα εις σκάφην
πλήρη νερού επλύνοντο και εκαθαρίζοντο.
Οι μουστερίδες λεγόμενοι,
εισήρχοντο ανά πεντάδας και δεκάδας
Οι
μουστερίδες λεγόμενοι εισήρχοντο ανά πεντάδας, ανά δεκάδας εις τα οινοπωλεία
και εκερνώντο κρατούντες το ποτήριον με τα δάκτυλα, και συγκρούοντες εκραύγαζον
εις υγείαν εις υγείαν. Ως άμπωτις δε και παλίρροια εισήρχοντο και εξήρχοντο
εύθυμοι, φαιδροί, αγκαλιαζόμενοι, φιλούμενοι, τραγουδώντες
Το κρασάκι αφ’ το βαρέλι
η καρδιά ανθρώπου θέλει.
Κι’ αν μεθύσω, τι σε μέλλει;
«είν’ ευφρόσυνο σα μέλι.»
Αλλ’
ουδεμία αισχρολογία, περίεργον ή βλασφημία ηκούετο, εις τοσούτον χύδην λαόν.
Διέτρεχον αδιακόπως τα κάρα και αι άμαξαι.
Ηκούοντο παντού κρότοι και κραυγαί.
Διέτρεχον
αδιακόπως τα κάρα και αι άμαξαι. Ηκούοντο παντού κρότοι και κραυγαί. Εβλέπετο
κυματιζομένη κίνησις απείρου λαού. Αχθοφόροι, έμποροι, τεχνίται, κάπηλοι,
φουστανελοφόροι, στενοβράκιδες, καπελοφόροι, φεσσοφόροι κομψευόμενοι
συνηντώντο, συνωμίλουν, εχαιρετώντο, διέβαινον αστραπηδόν. Εστοχάζετο τις ότι
ανάγκη, εργασία, κερδοσκοπία, ιδιωφέλεια παρώθει εις αέναον κίνησιν τοσαύτην
πληθύν».
Νίκος Τζανάκος
Παναγιώτης Χιώτης: Ελαιογραφία
του 1973 του Ζακυνθινού Χρήστου Ρουσσέα. Μουσείο Σολωμού και Επιφανών
Ζακυνθίων. (Από το βιβλίο του Ν. Τζανάκου «Πάτρα, μια πλατεία μύθος σε μια
παγκόσμια πόλη»
Ο Παναγιώτης Χιώτης (1814-1896) υπήρξε
ουσιαστικά, ο πρώτος επτανήσιος ιστορικός, που έγραψε στα ελληνικά και όχι στα
ιταλικά. Ονομάστηκε επισήμως, ιστοριογράφος του Ιονίου κράτους, με
σημαντικότερο έργο του, την εξάτομη έκδοση «Ιστορικά Απομνημονεύματα
Επτανήσου» (1849-1888). Σε μία από τις επισκέψεις του στην Πάτρα, το 1883,
επισκέφθηκε μεταξύ των άλλων και την αγορά Αργύρη. Η επίσκεψη αυτή τον
εντυπωσίασε τόσο, ώστε επιστρέφοντας στη Ζάκυνθο, δημοσίευσε στο περιοδικό του
«Κυψέλη», μια ολοκληρωμένη περιγραφή της αγοράς Αργύρη. Με οδηγό τις
πληροφορίες του Ιστορικού Λεξικού του Κ. Τριανταφύλλου, ανακάλυψα το σπάνιο
αυτό περιοδικό, στην Εθνική Βιβλιοθήκη στην Αθήνα.
Νίκος Τζανάκος
«Η περιφανεστάτη Μεγάλη Αγορά» Του Νίκου Τζανάκου
Reviewed by imerisios.gr
on
10:15:00 μ.μ.
Rating:
